περιταρχύομαι

περιταρχύομαι
Α
1. (ποιητ. επιτετ. τ.) καίω πτώμα γύρω γύρω
2. κηδεύω, ενταφιάζω με επισημότητα και μεγαλοπρέπεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + ταρχύω «θάβω, κηδεύω με τιμές»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”